- φαρμακοδυναμικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ενέργεια και τη θεραπευτική δύναμη τών φαρμάκων2. το θηλ. ως ουσ. η φαρμακοδυναμικήιατρ. η μελέτη τού μηχανισμού δράσης τών φαρμακευτικών ουσιών στον πάσχοντα οργανισμό3. φρ. «φαρμακοδυναμική δοκιμασία»ιατρ. η διερεύνηση τής ψυχικής ζωής ενός ατόμου με την οξεία χορήγηση μιας ψυχοτρόπου ουσίας, για διαγνωστικούς ή ερευνητικούς σκοπούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pharmacodynamic (< φάρμακο + δυναμικός)].
Dictionary of Greek. 2013.